- κακονυχτίζω
- κακονυχτώ, κακονυχτάω αμετ. (μετχ. κακονοχτισμένος) плохо, беспокойно провести ночь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κακονυχτίζω — (Μ κακονυκτίζω) 1. περνώ κακή, άσχημη νύχτα, δεν κλείνω μάτι όλη τη νύχτα («κακονύχτισε ο άρρωστος») 2. (μτβ.) κάνω κάποιον να περάσει άσχημη νύχτα, δεν τόν αφήνω να κοιμηθεί («οι κανταδόροι μάς κακονύχτισαν χθες το βράδυ») 3. δεν ακολουθώ τους… … Dictionary of Greek
κακονυχτίζω — βλ. κακονυχτώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακονυχτώ — άω κακονυχτίζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + νύχτα] … Dictionary of Greek
κακονύχτισμα — το [κακονυχτίζω] το να κακονυχτίζει κάποιος, το να περνά άσχημα τη νύχτα … Dictionary of Greek
κακονυχτώ — και κακονυχτάω κακονύχτησα, και κακονυχτίζω κακονύχτισα, κακονυχτισμένος, περνώ κακή νύχτα: Κακονύχτησε ο άρρωστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)